- οινοποιείο(ν)
- το винный завод
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οινοποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
οινοποιείο — το εργοστάσιο παρασκευής κρασιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βουτυροποιείο — το το βουτυροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτυροποιός (πρβλ. αλλαντοποιείο, ζυθοποιείο, οινοποιείο κ.ά.). Η λ. βουτυροποιείον μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Βυζαντίου Σκαρλάτου] … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαντορίνης Εμμανουήλ Λιγνού — Το Λαογραφικό Μουσείο Σαντορίνης ιδρύθηκε το 1974 από το δικηγόρο και δημοσιογράφο Εμμανουήλ Α. Λιγνό. Η συλλογή του στεγάζεται σε ένα υπόσκαφο σπίτι που χτίστηκε το 1861. Τα αντικείμενα που αποτελούν αυτή τη συλλογή εκτίθενται στους έξι… … Dictionary of Greek